« Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό; Ανέμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό…». Τι άλλο έλεγε το ποιηματάκι του κακομοίρη δεν θυμάμαι αλλά δεν έχει και μεγάλη σημασία. Η ουσία είναι ότι ο καραγκιόζης μαγείρεψε τα στοιχεία και μπήκε στα σαλόνια. Μπήκε στην ευρωπαϊκή ένωση ο ξυπόλητος και πήδηξε και μερικές. Αυτές που είχαν βαρεθεί να δίνουν το όργανο τους σε τακτό οργανωμένο ωράριο. Είχε καταντήσει το μουνί και η ορμονική διαταραχή μέσω της οποίας έρχεται η καύλα, σαν προκαθορισμένη εκτόξευση πυραύλου στο ακρωτήριο Κανάβεραλ. Αλλά τον πήρανε είδηση οι φραγκόκοτες και του ζητάνε πλέον πίσω τα χρήματα ακόμα και για τις καπότες που κι αυτές τις αγοράζανε εκείνες.
Δηλαδή τα χρήματα που δίνονταν στους Έλληνες για να κρατήσουν τις γυναίκες του Ευρωπαίου ακόμα μέσα στην οικογένεια τους. Που φυσιολογικά τις είχε βαρεθεί κι αυτός. Και τις έστελνε εδώ κάτω, σε πλήρη αυτογνωσία, στον τελευταίο άγνωστο χλιμίτζουρα, μπας και τον απαλλάξει από το πήδημα. Κι ο εδώ , έχοντας βαρεθεί να τον παίζει συνέχεια ή να πηδάει την κατσίκα ή την ξαδέρφη του, πίστεψε ότι γαμεί το σύμπαν κι ότι έχει κάτσει στην κορυφή των Άλπεων σαν δέκατος τρίτος θεός. Ο θεός του πούτσου.
Άλλο αστείο κι αυτό. Να έχουν βρει οι αρχαίοι τα πάντα , επί παντός επιστητού, και να μην έχουν έναν τέτοιο θεό. Που να πηδάει νομίμως, να ξενοπηδάει, να βιάζει ή να πεοκρούει ή να κάνει ένα 69 ρε αδερφέ. Θα μου πείτε ότι το κάνανε όλοι οι θεοί αυτό. Εντάξει , το κάνανε, αλλά η κινητήριος δύναμη, να μην έχει έναν αρχηγό; Κάποιον με τα δικά του σύμβολα που όλοι την ημέρα και τη νύχτα να ασχολείται με αυτό το θέμα; Και για την αναπαραγωγή, αλλά και για τόσα χιλιάδες χαμένα σπερματοζωάρια αλλά και ωάρια. Να μην υπάρχει ειδικός προστάτης; Να γι ‘ αυτό δεν μου κάνουν οι αρχαίοι. Διότι ήταν κι αυτοί πουριτανοί τελικά που υμνήσανε τα πάντα κι όχι τον βασικό κάβο που σέρνει μέχρι κι αντιτορπιλικό.
Όμως, τι να κάνει κι άλλο ο καραγκιόζης; Πόσες να πηδήξει και πόσες ακόμα να παραμυθιάσει; Ωραία είναι η παράγκα κι όλες θέλαν να την δουν. Και φυσικά δεν το είχαν ξανακάνει και σε τέτοιο βουκολικό μέρος. Ακούγανε και κάτι αλλόκοτα λόγια , μυρίζανε και την βαρβατίλα, τρώγανε και την απλυσιά – στην τελευταία αίσθηση, την αφή, δεν είχαν θέμα, την βρίσκαν και στο κωλοχώρι της Ουνίας- , το είπαν , το διέδωσαν και φέραν κι άλλες. Κι ήρθανε όλες.
Τρελάθηκε ο ήρωας Έλληνας που τον απασχολούν κι άλλα πράματα πιο ανώτερα. Και πόσο να του είναι σηκωμένο συνέχεια με την φασολάδα και το σκουμπρί που δεν αναφέρονται και σαν αφροδισιακά; Άμα στην πέφτουν συνεχώς ορδές αρπακτικών αμαζόνων κι ανοιχτόμουνα θηλυκά , κουράζεσαι κι εσύ. Δεν είσαι μηχανή, χώρια που εσύ δουλεύεις εδώ, ενώ αυτά αναπαύονται και δεν έχουν το παραμικρό άγχος.
Και καλά αυτό. Ο Έλληνας όμως έγινε Ευρωπαίος. Το σουβλατζήδικο έγινε φαστφουντάδικο κι η παράγκα βίλα. Καθάρισε το πετσί κι έμαθε το κινητό και ξένες γλώσσες. Τι να έρθει να κάνει εδώ η Γαλλίδα; Χάθηκε το ζώο που σκεφτόταν μόνο το πήδημα. Τώρα έμαθε κι άλλα. Τι να κάνει κι η βησιγότθισσα; Κέρατο, μόνο για το κέρατο ;
Χώρια που άνοιξε και το μουσείο της Ακρόπολης. Φυσικά και δεν πήγα σαν γνήσιος βάρβαρος κι εντός της εποχής μου. Αλλά είχε πάει η σύζυγος και για να δείξω κι εγώ κάποιο ενδιαφέρον μπας και κοιμηθούμε ήσυχοι, ρώτησα τι έγινε στον τόπο του πεθαμένου πολιτισμού. Κι έμαθα τρομερά πράματα. Κυριότερα όταν ρώτησε η ξεναγός το κοινό, αν τους δημιουργεί περιέργεια που τα ανδρικά μόρια είναι τόσο μικρά στα αγάλματα και στους αμφορείς. Ε, ολόκληρη Ακρόπολη να μην μείνεις και με απορίες.
Στην ξενάγηση ήταν κι άνδρες. Αυτοί δεν είχαν γνώμη, τουλάχιστον φανερά. Οι γυναίκες όμως που πάντα έχουν μια γνώμη, από φασολάκι μέχρι πέος κι από ποδόσφαιρο μέχρι πώς πήρε την γυναίκα αυτήν ο Σαρκοζί, έμειναν άφωνες. Σε αρχαιολογικό χώρο , να γίνει ερώτηση για τον πούτσο; Την ώρα που οι βακέτες θαυμάζανε τις πτυχές των χλαμύδων ή το πόση ανατομία ήξερε από τότε ο γλύπτης; Τι να απαντήσουν; Και δεν είχαν προσέξει κι αυτήν την γυμνή λεπτομέρεια. Όλες ήταν στραμμένες στην τέχνη. Τελικά ήταν μικρά τα όργανα διότι έτσι επέβαλε η καλαισθησία εκείνη την εποχή , πήρα την απάντηση, για να μην μείνω εντελώς αμόρφωτος. Ακρόπολη, ο τόπος που μαθαίνεις το παλαιό μέγεθος της φαντασίωσης της αδερφής καλιτέχνισσας. Αυτά νάρθουν να ακούν οι ξένοι, και μάλιστα κι αν βρουν και το μουσείο ανοιχτό;
Ό μύθος κατέρρευσε. Ο καραγκιόζης δεν πηδάει πια και η φήμη δεν ταξιδεύει. Γιατί να στείλει την γυναίκα του ο Οστρογότθος; Για να του γυρίσει πίσω με καινούργια απωθημένα; Χώρια που μας έχει και στην μπούκα που τόσα χρόνια πηδάγαμε με δανεικά. Τα κόψανε όλα αυτά κι έρχονται με οργανωμένο, everything included, τουρισμό και ζουν την χαρά της οικογενείας. Λίγα ψυχοφάρμακα παραπάνω βέβαια, αλλά ο καραγκιόζης σερβιτόρος αυστηρά και το αφεντικό αυτός που πληρώνει τις δομές.
Και το καραβάκι να νομίζει ότι προχωράει. Μοράβια από κάτω, όλα ίδια με τα όμοια άγχη πάνω, εκπολιτισμός κι αλλοίωση κι εξέλιξη και πανακότα τυλιγμένη σε διπλή πίτα a l’ orange. Και χάσαμε και τον καραγκιόζη που περιμένει κι αυτός σε άλλα εδάφη τις γυναίκες να δείξει τα προσόντα του μέχρι να γδύσει η Ευρώπη τους επόμενους. Διότι μην αυταπατάσθε. Η κρίση που περνάει ο πλανήτης είναι κρίση του πούτσου. Όποιος γαμεί δεν χάνεται. Ή μήπως κάνω λάθος; Αν κάνω, θα πάω σε ένα ΚΑ.ΠΗ ( ΚΑποτε Πηδούσα, σημαίνει αυτό).
Όποιος βάζει μπροστά την Ακρόπολη και δεν προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, τι να τον κάνουν; Άντε ιστορικό και ξεναγό, δηλαδή αναβαθμισμένο γκαρσόνι στα μνημεία που θέλει να δει ο μη μπορών να πηδάει συνεχώς. Και να ακούει μαλακίες για τους νεκρούς. Κάποια διάθεση για το τι κάνει ο ζωντανός υπάρχει; Γιατί να υπάρχει; Αφού δεν κάνει τίποτα και ζει με την κληρονομιά ή τα δανεικά; Κι αν τα δανεικά τα δίνει άλλος, τι να έρθει να δει εδώ; Αν πιάσανε τόπο; “ Πού πας καραβάκι; “ Έλα μωρέ, στόχους θα βάλουμε; Αφού έχουμε τις Καυλοκολώνες στο Σούνιο. Και τον Ποσειδώνα και τον σάτυρο στην φωτογραφία. Μόνο που τώρα του έχει πέσει η μαλαπέρδα διότι χρωστάει.